“Μετά από μία προσεκτική ανάγνωση του περιεχομένου του, δεν φαίνεται να είναι και τόσο ρηξικέλευθες (σ.σ οι αλλαγές) στην πραγματικότητα. Αντιθέτως, ολόκληρο το Νομοσχέδιο διέπεται από προχειρότητα, ενώ οι μόνο κατ’ επίφαση εκσυγχρονιστικές διατάξεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ακόμα και επικίνδυνες και τελικά πρακτικά δυσεφάρμοστες”, αναφέρει η Ένωση.
✔Παρατηρήσεις επί του υπό διαβούλευση Νομοσχεδίου για ζητήματα Οικογενειακού Δικαίου – Η επικίνδυνη προχειρότητα μιας προαναγγελθείσας «ρηξικέλευθης» μεταρρύθμισης (κατατέθηκε στη διαβούλευση).
🟦Με γνώμονα το συμφέρον του τέκνου και με σκοπό, αφενός μεν την ενεργή παρουσία και των δύο γονέων κατά την ανατροφή του τέκνου, αφετέρου δε της εκπλήρωσης της ευθύνης τους έναντι αυτού, το σχέδιο Νόμου με τίτλο «Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου» έχει τεθεί υπό δημόσια διαβούλευση ήδη από τις 18.03.2021, υποσχόμενο ριζοσπαστικές αλλαγές και «ιστορικές μεταρρυθμίσεις», οι οποίες ωστόσο μετά από μία προσεκτική ανάγνωση του περιεχομένου του, δεν φαίνεται να είναι και τόσο ρηξικέλευθες στην πραγματικότητα. Αντιθέτως, ολόκληρο το Νομοσχέδιο διέπεται από προχειρότητα, ενώ οι μόνο κατ’ επίφαση εκσυγχρονιστικές διατάξεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ακόμα και επικίνδυνες και τελικά πρακτικά δυσεφάρμοστες.https://6d5519a8106d2a40a513b2df452549ef.safeframe.googlesyndication.com/safeframe/1-0-38/html/container.html
Ακολουθεί συνοπτικός σχολιασμός των βασικών αλλαγών που προτείνονται με το άνω Νομοσχέδιο και επισήμανση των κινδύνων που ελλοχεύουν, κατά την πρακτική εφαρμογή του.
- Με το άρθρο 7 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, με το οποίο αντικαθίσταται το άρθρο 1513 ΑΚ («Διαζύγιο ή ακύρωση του γάμου – διάσταση των συζύγων»), ορίζεται ότι: «Στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή λύσης του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης ή διακοπής της συμβίωσης των συζύγων και εφόσον ζουν και οι δύο γονείς, εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα (…)».
Παρατηρείται ότι, παρόλο που απαλείφθηκε η διάταξη περί καθιέρωσης «υποχρεωτικής συνεπιμέλειας», τελικά δεν αποφεύχθηκε η διατύπωση της «εξίσου» άσκησης της γονικής μέριμνας – «εξίσου» επικίνδυνη θα λέγαμε βέβαια-, η οποία κατ’ ουσία μετατρέπει την γονική μέριμνα σε «μέγεθος», και μάλιστα διαιρετό, όπερ σημαίνει ότι η γονική μέριμνα από ένα κατ’ αρχάς αναφαίρετο γονεϊκό δικαίωμα και υποχρέωση, μετατρέπεται πλέον σε έννοια δεκτική ποσοτικής μέτρησης, με ενδεχόμενη δυνατότητα αφαίρεσης εκφάνσεων ή ανακατανομής της άσκησής της.
- Με το άρθρο 8 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, με το οποίο αντικαθίσταται το άρθρο 1514 ΑΚ, προβλέπεται παρέκκλιση από την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, με έγγραφη συμφωνία τους, αλλά προβλέπεται και η δυνατότητα προσφυγής τους στη Δικαιοσύνη, εάν δεν είναι πλέον δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, όχι μόνο όμως στις περιπτώσεις κακής άσκησής της, όπως προβλεπόταν μέχρι σήμερα, αλλά και σε κάθε περίπτωση διαφωνίας των γονέων ή μη σύμπραξης του ενός ή μη τήρησης τυχόν υπάρχουσας συμφωνίας από έναν εξ αυτών. Δίνεται δηλαδή πλέον νομοθετικά η δυνατότητα στον έναν γονέα να προσφύγει δικαστικά κατά του άλλου, όχι μόνο για το ζήτημα της διαφωνίας που έχει ανακύψει αυτό καθαυτό (in concreto), αλλά με αφορμή την συγκεκριμένη διαφωνία, ο ένας γονέας θα έχει πλέον το δικαίωμα να αιτηθεί δικαστικά της ολοκληρωτικής επαναρύθμισης του ζητήματος της άσκησης της γονικής μέριμνας εν συνόλω. Με απλά λόγια, η προσφυγή στη Δικαιοσύνη του οικονομικά ισχυρού μέρους θα αποτελεί την δαμόκλειο σπάθη για το ανίσχυρο μέρος, το οποίο θα ασκεί μεν την γονική μέριμνα του τέκνου, υπό τον συνεχή όμως φόβο δικαστικών αγώνων και περιπετειών σε βάρος του, σε περίπτωση που το ισχυρό μέρος διαφωνήσει με τον τρόπο άσκησής της, με κίνδυνο να την χάσει.
- Μάλιστα, με το άρθρο 14 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, με το οποίο αντικαθίσταται το άρθρο 1532 ΑΚ («Συνέπειες κακής άσκησης»), πραγματοποιείται μια αυστηρότατη συγκεκριμενοποίηση των κριτηρίων κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, με ενδεικτική παράθεση περιπτώσεων, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και σε ολική (!) αφαίρεσή της.
Σύμφωνα με την προτεινόμενη τροποποίηση, κακή άσκηση της γονικής μέριμνας θα συνιστούν ιδίως: α. η υπαίτια μη συμμόρφωση προς αποφάσεις και διατάξεις δικαστικών και εισαγγελικών αρχών που αφορούν το τέκνο ή προς την υπάρχουσα συμφωνία των γονέων για την άσκηση της γονικής μέριμνας, β. η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς, γ. η υπαίτια παράβαση των όρων της συμφωνίας των γονέων ή της δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει και η με κάθε άλλο τρόπο παρεμπόδιση της επικοινωνίας, δ. η κακή άσκηση και η υπαίτια παράλειψη της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας από τον δικαιούχο γονέα, ε. η αδικαιολόγητη άρνηση του γονέα να καταβάλλει την διατροφή που επιδικάστηκε στο τέκνο από το δικαστήριο ή συμφωνήθηκε μεταξύ των γονέων, και στ. η αμετάκλητη καταδίκη του γονέα για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.
Και ναι μεν, όλα τα ανωτέρω, αναμφίβολα ενδεικνύουν συμπεριφορές μη άγουσες στο καλώς εννοούμενο συμφέρον του τέκνου, αλλά είναι άραγε στα αλήθεια θεμιτό να δύνανται να οδηγήσουν ακόμα και στην επαχθέστατη συνέπεια της ολικής αφαίρεσης της γονικής μέριμνας από τον γονέα; Σε μία τέτοια περίπτωση, θα μιλάμε για τον «νομικό θάνατο» της γονεϊκής ιδιότητας, δυνατότητα που αναμφίβολα θα χρησιμοποιείται ως μέσο πίεσης και εκδίκησης από το ισχυρό οικονομικά – και όχι μόνο – μέρος, επομένως πρόκειται για μία εξαιρετικά ανεπιεική και επαχθέστατη ρύθμιση, άθυρμα στα χέρια χειριστικών προσωπικοτήτων που θα ελαύνονται από εκδικητικά κίνητρα έναντι των τέως συντρόφων τους, με μη αναστρέψιμες συνέπειες.
Και παρατηρείται και το εξής άτοπο: Από τη μία πλευρά, για τα σοβαρότατα αδικήματα της ενδοοικογενειακής βίας, τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για τα εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, εγκλήματα δηλαδή πολύ αυξημένης βαρύτητας και απαξίας, θα απαιτείται η αμετάκλητη καταδίκη του γονέα, όπερ σημαίνει ότι μόνο μετά την πάροδο πάρα πολλών ετών, θα αφαιρεθεί τελικά η γονική μέριμνα από τον αμετακλήτως καταδικασθέντα γονέα, με αποτέλεσμα να παραμένει επί της ουσίας απροστάτευτο το τέκνο. Από την άλλη όμως, λόγο αφαίρεσης της γονικής μέριμνας αποτελεί αντίστοιχα και η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του, και έτσι δύο ανόμοιες στον πυρήνα τους συμπεριφορές, επισείουν την βαρύτερη συνέπεια: αυτήν της ολικής αφαίρεσης της γονικής μέριμνας. Τα ανωτέρω αποτελούν δυστυχώς δείγματα της προχειρότητας του Νομοσχεδίου.
- Περαιτέρω, με το άρθρο 13 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, με το οποίο αντικαθίσταται το άρθρο 1520 ΑΚ («Προσωπική επικοινωνία»), καθιερώνεται πλέον ποσοτικό κριτήριο προσδιορισμού του χρόνου επικοινωνίας του γονέα που δεν διαμένει με το τέκνο, με την εισαγωγή του μαχητού (και προς τα άνω και προς τα κάτω) τεκμηρίου του 1/3 του συνολικού χρόνου επικοινωνίας.
Εν προκειμένω, η ρύθμιση φαίνεται τελικά να είναι περισσότερο αόριστη, παρά συγκεκριμένη, αφήνοντας άπλετο χώρο για «δικαστική εξειδίκευση» και ενδεχομένως δικαστική αυθαιρεσία ως προς τον καθορισμό του χρόνου επικοινωνίας του γονέα, ο οποίος δεν διαμένει με το τέκνο. Έγκειται δηλαδή στην υποκειμενική δικαστική κρίση και εξουσία να καθορίσει τον ακριβή χρόνο επικοινωνίας, με το αόριστο ποσοτικό και αριθμητικό κριτήριο του 1/3, παρά με συγκεκριμένες ώρες και ημέρες ανά εβδομάδα, μήνα και έτος, όπως παγίως έχει διαμορφωθεί από τη Νομολογία των Δικαστηρίων της Χώρας μας έως σήμερα.
Εγείρονται δε, εύλογα ερωτήματα και ταυτόχρονα ανακύπτουν σοβαρά ερμηνευτικά – και φυσικά και πρακτικά – προβλήματα από την ρύθμιση αυτήν, διότι ουδόλως διευκρινίζεται (ούτε καν στην Αιτιολογική Έκθεση), σε ποιον άραγε χρόνο αναφέρεται ο παρονομαστής του κλάσματος («1/3»): σε ολόκληρο τον χρόνο του παιδιού ή στον εναπομείναντα χρόνο, αφού πρώτα αφαιρεθούν οι διάφορες υποχρεώσεις του (σχολικές, εξωσχολικές κλπ), και αφού φυσικά αφαιρεθούν και οι ώρες του ύπνου; Και σε ποια βάση θα υπολογίζεται; Ημερήσια, εβδομαδιαία ή μηνιαία;
Η ύποπτη αυτή «σιωπή» ως προς τις άνευ άλλου τινός απαραίτητες επεξηγηματικές διευκρινίσεις, είναι πέραν από βέβαιο ότι θα δημιουργήσει σωρεία πλείστων όσων πρακτικών προβλημάτων και αυθαίρετων ερμηνειών κατά την εφαρμογή της διάταξης. Πώς άραγε θα εφαρμοστεί το αριθμητικό αυτό κριτήριο στην πράξη, όταν λόγου χάρη σε μία οικογένεια υπάρχουν από δύο και άνω τέκνα, και μάλιστα εντελώς διαφορετικών ηλικιών, με εντελώς διαφορετικές υποχρεώσεις και δραστηριότητες; Είναι μάλιστα πιθανό η ρύθμιση αυτή να οδηγήσει και στο άτοπο, ο γονέας που θα διαμένει με το τέκνο και θα επιμελείται των καθημερινών του αναγκών, λόγω ακριβώς αυτού του εντελώς αυθαίρετου τεκμηρίου, να στερηθεί τελικά της δυνατότητας ακόμα και να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι κατά τις καλοκαιρινές διακοπές μαζί του, αφού η καθημερινότητα ενός παιδιού είναι συνήθως φορτωμένη, και ο έτερος γονέας θα έχει δικαίωμα επικοινωνίας του 1/3 του χρόνου του τέκνου. Είναι ευκολονόητο ότι στην πράξη, στις περισσότερες περιπτώσεις, θα καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής (αν όχι ανεφάρμοστος) ο αυστηρά «μαθηματικός» καθορισμός του χρόνου επικοινωνίας του γονέα που δεν διαμένει με τα τέκνο, με κίνδυνο να προταχθούν αριθμητικά έναντι ουσιαστικών κριτηρίων, σε βάρος πάντα του αληθινού συμφέροντος του τέκνου. Άραγε χωρούν μαθηματικοί τύποι στην ανθρώπινες σχέσεις, και δη στην υπέρτατη σχέση γονέα και τέκνου;
Διότι, όπως αναφέρεται και στην Αιτιολογική Έκθεση, ο αληθινός σκοπός του Νομοθέτη με την προτεινόμενη ρύθμιση, είναι η οριοθέτηση ενός ελάχιστου χρόνου επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει μαζί, η οποία επικοινωνία θα συμβάλλει στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, αλλά και στην ψυχική υγεία τέκνου. Ο σκοπός αυτός όμως, δεν δύναται να επιτευχθεί με αόριστα ποσοτικά κριτήρια, καθαρά αριθμητικά, και όχι ποιοτικά. Σε κάθε δε περίπτωση, το άνω τεκμήριο είναι μαχητό, με δυνατότητα αύξησης ή και μείωσης του χρόνου, οπότε τελικά η ρύθμιση καταλήγει να αποτελεί «κενό γράμμα». Εύλογα επίσης αναρωτιέται κανείς, γιατί δεν τίθεται άραγε αντίστοιχα ελάχιστο τεκμήριο (έστω και μαχητό) και στον υπολογισμό της διατροφής, που είναι και κατ’ εξοχήν αριθμητικό ζήτημα;
Πρέπει βεβαίως να σημειωθεί ότι με βάση το ισχύον μέχρι σήμερα νομικό καθεστώς υπήρξε πολλές φορές άδικη αντιμετώπιση των γονέων που δεν είχαν την επιμέλεια (κυρίως των πατεράδων) στο θέμα της επικοινωνίας, το οποίο αποτελούσε μοχλό πίεσης για την επίτευξη άλλων στόχων (διατροφής κλπ). Είναι όμως γεγονός ότι και με τον τρόπο που προτείνεται η ρύθμιση της επικοινωνίας με το ως άνω παντελώς αόριστο τεκμήριο, οι διαφορές αυτές και οι τυχόν αδικίες δεν θα εξομαλυνθούν.
Μάλλον τελικά ο νέος Νόμος (εάν και εφόσον ψηφιστεί με το περιεχόμενο που προτείνεται σήμερα), θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα θα επιλύσει. Αντί να εξασφαλίζει και να θέτει γερά θεμέλια για την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας σε όσες περιπτώσεις αυτή θα προσιδιάζει, αντίθετα καθιστά πολύ εύκολη την ολική αφαίρεσή της από τον έναν γονέα, ορίζοντας μάλιστα και ενδεικτική περιπτωσιολογία ποικίλης βαρύτητας.
Δεν πρέπει όμως να διαλάθει της προσοχής μας, όχι μόνο ως νομικών, αλλά και ως πολιτών και κοινωνών της σύγχρονης πραγματικότητας, ότι οι γονικές συγκρούσεις διαχρονικά έχουν βαθύτερα αίτια, και όπως είναι φυσικό, δεν δύνανται να επιλύονται με την όποια καθιέρωση υποχρεωτικής «συνεπιμέλειας» ή με την «εξίσου» άσκηση γονικής μέριμνας. Η κάθε περίπτωση είναι διαφορετική, το κάθε παιδί είναι μοναδικό και ως τέτοιο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται και από το Νομοθέτη. Άκαμπτες ρυθμίσεις και «φωτογραφικές» διατάξεις, σε καμία περίπτωση δεν αποβαίνουν προς το συμφέρον του τέκνου. Σε ένα συγκρουσιακό διαζύγιο, είναι δεδομένο ότι δεν χωρεί «σολομώντεια λύση».
Μέλημα του Νομοθέτη, λοιπόν, θα έπρεπε πρωτίστως να είναι η προαγωγή των σωστών υλικοτεχνικών δομών, οι οποίες είναι απαραίτητες για την πραγμάτωση ενός πραγματικά Κοινωνικού Κράτους, όπου οι γονείς θα συνεπικουρούνται από τον κρατικό μηχανισμό στο ύψιστο γονεϊκό τους έργο, και θα έτσι θα καθίσταται δυνατή η επιβίωση και η ομαλή ανάπτυξη των τέκνων, ανεξάρτητα από την οικονομική ισχύ των γονέων του, και σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να προάγονται οι έμφυλες συγκρούσεις, οι οποίες τελικώς αποβαίνουν σε βάρος των ίδιων των παιδιών.
Τέλος, θα πρέπει κάποια στιγμή – αν όχι τώρα, πότε; – η Πολιτεία να εξετάσει πολύ σοβαρά το ζήτημα της θεσμοθέτησης των Οικογενειακών Δικαστηρίων, τα οποία θα επιλαμβάνονται των σχετικών υποθέσεων, και στα οποία, ο ειδικά εκπαιδευμένος Δικαστής, θα συνεπικουρείται στο έργο του από εξειδικευμένη διεπιστημονική ομάδα ειδικών, όπως ψυχολόγων, ψυχιάτρων παιδιών και εφήβων, κοινωνικών λειτουργών κλπ, και έτσι πράγματι κάθε περίπτωση θα αντιμετωπίζεται ειδικά και ξεχωριστά, αντί να προωθείται μόνο η υποχρεωτική διαμεσολάβηση, όπως γίνεται σήμερα, η οποία αποβαίνει κοστοβόρα, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δυστυχώς χωρίς αποτέλεσμα και τελικά αποτελεί τροχοπέδη στην ουσιαστική απονομή της Δικαιοσύνης, και δη στα τόσο σοβαρά ζητήματα όπως αυτά των διαφορών από οικογενειακές σχέσεις.